- υπεκδρομή
- ἡ, Μκρυφή έξοδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἐκδρομή «έξοδος, κίνηση προς τα έξω, έφοδος». Η λ. εκφράζει τη ρηματ. έννοια τού ρ. ὑπεκτρέχω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek